- πρεσβευτής
- ambassadeur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβευτής — ambassador masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek
πρεσβευταῖς — πρεσβευτής ambassador masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευταί — πρεσβευτής ambassador masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτοῦ — πρεσβευτής ambassador masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῇ — πρεσβευτής ambassador masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτέα — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτήν — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῶν — πρεσβευτής ambassador masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλοπέους — Επώνυμο δύο Ρώσων διπλωματών. 1. Δαβίδ (1761 – 1831). Ξεκίνησε ως πρεσβευτής στη Σουηδία όπου και συνελήφθη από τον Γουσταύο Δ’ λόγω της ρωσικής εισβολής στη Φιλανδία, την οποία χρησιμοποίησε εκβιαστικά ο Αλέξανδρος Α’ για να τον αναγκάσει να… … Dictionary of Greek